- παρακολουθητικός
- παρακολουθητικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακολουθητικός — ή, όν, Α [παρακολουθώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρακολούθηση ή αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για παρακολούθηση, δηλ. για κατανόηση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρακολουθητική η επαφή ενός ρήτορα με το ακροατήριό του. επίρρ...… … Dictionary of Greek
παρακολουθητικόν — παρακολουθητικός of masc acc sg παρακολουθητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακολουθητικοῦ — παρακολουθητικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακολουθητικῆς — παρακολουθητικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακολουθητική — παρακολουθητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακολουθητικήν — παρακολουθητικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακολουθητικῶς — παρακολουθητικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακολουθικός — ή, όν, Α [παρακολουθώ] παρακολουθητικός* … Dictionary of Greek